- νοσοκομείου
- νοσοκομεῖονinfirmaryneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ρόδου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ρόδου στεγάζεται στο μεσαιωνικό κτίριο του Νοσοκομείου των Ιπποτών, που βρίσκεται στην πλατεία Μουσείου, κοντά στο εμπορικό λιμάνι της πόλης. Μπαίνοντας από την κύρια είσοδο του μουσείου θα βρεθείτε στην εσωτερική αυλή … Dictionary of Greek
Συγγρός, Ανδρέας — Τραπεζίτης και εθνικός ευεργέτης (Κωνσταντινούπολη 1828 Αθήνα 1899). Γιος του γιατρού Γεωργιάδη Σ. από τη Χίο, φοίτησε στη σχολή του Θεόφιλου Καΐρη στην Άνδρο και έπειτα τελείωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στην Ερμούπολη. Στη συνέχεια εργάστηκε… … Dictionary of Greek
больница — БОЛЬНИЦ|А (9), Ѣ ( А) с. Больница (обычно при монастыре): Нѣкыи братъ слоужбоу болница. въ общемъ житии имыи. (τοῦ νοσοκομείου) ПНЧ 1296, 116; манастыреве. болнiцѣ гостинници. странноприимницѣ. то люди цр҃квныѣ б҃адѣлныѣ. УВлад сп. сер. XIV,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Βεκιέτα — (Vecchietta, Καστιλιόνε ντ’ Όρτσια, Σιένα 1412; – Σιένα 1480). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου και γλύπτη Λορέντζο ντι Πιέτρο (Lorenzo di Pietro). Μαθήτευσε στη Σιένα κοντά στον Σασέτα, αλλά επηρεάστηκε και από τους φλωρεντινούς… … Dictionary of Greek
Γαροφαλίδης, Θεόδωρος — (Αθήνα 1898 – 1978). Γιατρός, καθηγητής πανεπιστημίου και συγγραφέας. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Αθήνας και του Παρισιού και ειδικεύτηκε στην ορθοπεδική στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Εργάστηκε αρχικά ως βοηθός στην Α’ Χειρουργική… … Dictionary of Greek
Θεοτοκόπουλος, Δομήνικος ή Ελ Γκρέκο — (Ηράκλειο Κρήτης 1541 – Τολέδο 1614). Ζωγράφος. Σε ηλικία περίπου 35 ετών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ισπανία, όπου δημιούργησε το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος του καλλιτεχνικού του έργου. Το παράξενο και μοναδικό στην ιστορία της ζωγραφικής… … Dictionary of Greek
Τράιμπερ, Ερρίκος — (Treiber, 1796 – 1882). Γερμανός γιατρός και φιλέλληνας, ο αρχαιότερος γιατρός της υγειονομικής υπηρεσίας του ελληνικού στρατού. Σπούδασε ιατρική σε πανεπιστήμια της Γερμανίας και χειρουργική στο Παρίσι. Όταν κηρύχθηκε η Επανάσταση, μαζί με… … Dictionary of Greek
Φωτεινός, Γεώργιος — (1876 – 1961). Γιατρός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός. Τελείωσε την Ευαγγελική σχολή της Σμύρνης και σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο διάστημα από το 1903 έως το 1907 πήγε για μεταπτυχιακές σπουδές στην Ευρώπη, όπου και… … Dictionary of Greek
Χέσαλ, Άρθουρ - Χιλ — (Hδssal, 1817 – 1894). Άγγλος γιατρός. Ήταν διδάκτορας του πανεπιστημίου του Λονδίνου (1851) και γιατρός του εκεί Βασιλικού νοσοκομείου. Έγραψε πολλές εργασίες πάνω στην ανατομική φυσιολογία, στη χημεία, στην ανατομοπαθολογία, στη βοτανική, στη… … Dictionary of Greek
Polycarpos Georgadjis — Infobox Minister name = Polycarpos Georgadjis Πολύκαρπος Γεωρκάτζης honorific suffix = imagesize = small caption = order = office = Minister of the Interior term start = 16 Aug 1960 term end = 1 Nov 1968 predecessor = Tassos Papadopoulos… … Wikipedia